ποδαγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδαγός < πούς + ἄγω

Επίθετο[επεξεργασία]

ποδαγός, ός, όν ποιητική και δωρική μορφή του ποδηγός

  1. που οδηγεί τα πόδια, που ουσιαστικά οδηγεί, ο οδηγός
  2. ο θεράπων, ο υπηρέτης