ποδοπατήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ποδοπατήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποδοπατώ
- θα ποδοπατήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποδοπατώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ποδοπατήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ποδοπάτηση