ποικιλόδερμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποικιλόδερμα < poikiloderma / συγχρονικά ποικίλο- (ποικίλο(ς)) + δέρμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποικιλόδερμα ουδέτερο
- (ιατρική) χρόνια καλοήθης πάθηση κατά την οποία υπάρχουν περιοχές υπερχρωματισμού και υποχρωματισμού του δέρματος
- ※ ευρυαγγείες προσώπου, κορμού και άκρων , ποικιλόδερμα (ερυθρότης του δέρματος στην περιοχή του λαιμού), μετεγκαυματική ερυθρότης του δέρματος κ.ά. (Οικονομικός Ταχυδρόμος, τομ. 2309-2312, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 1998, σελ. 76)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποικιλόδερμα