ποικίλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποικίλος | η | ποικίλη | το | ποικίλο |
γενική | του | ποικίλου | της | ποικίλης | του | ποικίλου |
αιτιατική | τον | ποικίλο | την | ποικίλη | το | ποικίλο |
κλητική | ποικίλε | ποικίλη | ποικίλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποικίλοι | οι | ποικίλες | τα | ποικίλα |
γενική | των | ποικίλων | των | ποικίλων | των | ποικίλων |
αιτιατική | τους | ποικίλους | τις | ποικίλες | τα | ποικίλα |
κλητική | ποικίλοι | ποικίλες | ποικίλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποικίλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποικίλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /piˈci.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐κί‐λος
Επίθετο[επεξεργασία]
ποικίλος, -η, -ο
- που παρουσιάζει ή εμφανίζει ποικιλία, έχει πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά
- που είναι διακοσμημένος με πολλά στολίδια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
ποικιλ-
ποικιλ-
και
- αδαμαντοποίκιλτος
- αδιαποίκιλτος
- ανθοποίκιλτος
- αποίκιλτος
- αραβοποίκιλτος
- αργυροποικιλμένος
- αργυροποίκιλτος
- βιοποικιλότητα
- διαποικίλλω, διαποικίλλομαι
- διαποικιλμένος
- διαποίκιλση
- διαποικιλτής
- διαποικιλτικός
- διαποίκιλτος
- καταποικίλλω, καταποικίλλομαι
- καταποικιλμένος
- μαργαριτοποίκιλτος
- μπρουντζοποίκιλτος, μπρουτζοποίκιλτος
- ξυλοποικιλτική
- ξυλοποικιλτικός
- οικοποικιλότητα
- πεποικιλμένος
- ποικιλία
- ποικίλλω, ποικίλλομαι
- ποίκιλμα
- ποικιλμένος
- ποικιλότητα
- ποίκιλση
- ποικιλτής
- ποικιλτική
- ποικιλτικός
- ποικιλτός
- ποικίλτρια
- ποικιλώνω
- ποικίλως (επίρρημα)
- πολυποίκιλα (επίρρημα)
- πολυποίκιλος
- πολυποίκιλτος
- χιμαιροποίκιλτος
- χρυσοποικιλμένος
- χρυσοποικιλτής
- χρυσοποικιλτική
- χρυσοποικιλτικός
- χρυσοποίκιλτος
- ποικιλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
με διαφορετικά χαρακτηριστικά
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποικίλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ποικίλος, -η, -ον
- ποικιλόχρωμος, παρδαλός → δείτε τις λέξεις πεποικιλμένος και πεποίκλιτος
- στολισμένος με κεντήματα ή άλλα στολίδια, συχνά μεταλλικά, διακοσμημένος με ζωγαφιές
- διάστικτος
- ευμετάβλητος, άστατος, απρόβλεπτος, ποικιλότροπος
- πολύπλοκος, περίπλοκος
- πολυμήχανος
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
ποικιλ-
ποικιλ-
και
(Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις ποικιλ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές[επεξεργασία]
- «ποικίλος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «ποικίλος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' και τονίζονται στην παραλήγουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'στρογγύλος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης&1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)