ποίκιλση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποίκιλση | οι | ποικίλσεις |
γενική | της | ποίκιλσης* | των | ποικίλσεων |
αιτιατική | την | ποίκιλση | τις | ποικίλσεις |
κλητική | ποίκιλση | ποικίλσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποικίλσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποίκιλση < αρχαία ελληνική ποίκιλσις < ποικίλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποίκιλση θηλυκό
- (λόγιο) η κεντητική ή υφαντική διακόσμηση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποίκιλση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ποίκιλση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ποίκιλση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)