ποίκιλση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποίκιλση οι ποικίλσεις
      γενική της ποίκιλσης* των ποικίλσεων
    αιτιατική την ποίκιλση τις ποικίλσεις
     κλητική ποίκιλση ποικίλσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποικίλσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποίκιλση < αρχαία ελληνική ποίκιλσις < ποικίλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποίκιλση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]