πολεμική τέχνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πολεμική τέχνη θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό πολεμικές τέχνες
- μέθοδος αυτοάμυνας, συνήθως ασιατικής προέλευσης, που βασίζεται στην τεχνική και τη φιλοσοφία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολεμική τέχνη