ποσταίρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποσταίρνω < (άμεσο δάνειο) γαλλική poster
Ρήμα[επεξεργασία]
ποσταίρνω
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) στέλνω με το ταχυδρομείο, ταχυδρομώ
- ※ Αύριο κατεβαίνω και τα ποσταίρνω. (Μενέλαος Λουντέμης, Αγέλαστη Άνοιξη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποσταίρνω
→ δείτε τη λέξη ταχυδρομώ |
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)