ποσταίρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποσταίρνω < (άμεσο δάνειο) γαλλική poster

Ρήμα[επεξεργασία]

ποσταίρνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]