ποῦττος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποῦττος < πουττ(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -ος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: κυπριακά: πούττος (ιδιωματικό, και Εύβοια)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποῦττος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]