πριονίζοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pri.oˈni.zo.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρι‐ο‐νί‐ζο‐ντας
Μετοχή[επεξεργασία]
πριονίζοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πριονίζω
- ※ Διαφορετικά «πριονίζοντας» το κλαδί όπου κάθεται ο άνθρωπος με τις απερίσκεπτες ενέργειές του κινδυνεύει να γκρεμιστεί. (www.tovima.gr, 24.11.2008)