πριονίζοντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pri.oˈni.zo.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρι‐ο‐νί‐ζο‐ντας

Μετοχή[επεξεργασία]

πριονίζοντας άκλιτο