προάλλες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προάλλες < προ- + άλλες (ημέρες) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική l’autre jour • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προάλλες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]