προαγωγικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προαγωγικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προαγωγικῶς < προαγωγικ(ός) + -ῶς > -ώς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.a.ɣo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐α‐γω‐γι‐κώς
- ομόηχο: προαγωγικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
προαγωγικώς (τροπικό επίρρημα)
- (λόγιο, παρωχημένο) προαγωγικά, με προαγωγική διαδικασία]]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προαγωγικώς
→ δείτε τη λέξη προαγωγικά |
Πηγές[επεξεργασία]
- προαγωγικός (& προαγωγικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)