προεικονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προεικονίζω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική προεικονίζω < προ- + εικονίζω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.i.koˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ει‐κο‐νί‐ζω

προεικονίζω (παθητική φωνή: προεικονίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]