προενεργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προενεργώ < αρχαία ελληνική προενεργέω / προενεργῶ < ἐνεργέω / ἐνεργῶ < ἔργον
Ρήμα[επεξεργασία]
προενεργώ (παθητική φωνή: προενεργούμαι)