προλεταριοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προλεταριοποιώ < προλετάριος + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prolétariser[1])

Ρήμα[επεξεργασία]

προλεταριοποιώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. προλεταριοποιώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)