προλετάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προλετάριος < (άμεσο δάνειο) ιταλική proletario < λατινική proletarius < proles (απόγονος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.leˈta.ɾi.os/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προλετάριος αρσενικό
- ο ανθρωπος που, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, ανήκει στην τάξη των μισθωτών εργατών, ζει μόνο από το μεροκάματό του και δεν μπορεί να ελέγξει τα μέσα παραγωγής
- ο άνθρωπος που, στην αρχαία Ρώμη, ανήκε στην κατώτερη οικονομική τάξη, δεν μπορούσε να φορολογηθεί, διότι δεν είχε εισοδήματα, και υπηρετούσε την πατρίδα μέσω των απογόνων του, τους οποίους προσέφερε ως στρατιώτες
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προλετάριος