προμηθεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προμηθεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος προμηθεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

προμηθεύομαι

  • αγοράζω αγαθά (συνήθως σε αρκετά μεγάλη ποσότητα ώσε να μου επαρκέσουν για μια σχετικά μεγάλη περίοδο)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]