Μετάβαση στο περιεχόμενο

προσηλόω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσηλόω < προσ- + ἡλόω. Δείτε ἧλος.

προσηλόω/προσηλῶ (ελληνιστική κοινή)

  1. καρφώνω, καθηλώνω
  2. σταυρώνω

Παράγωγα

[επεξεργασία]