ἧλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ήλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἧλος οἱ ἧλοι
      γενική τοῦ ἥλου τῶν ἥλων
      δοτική τῷ ἥλ τοῖς ἥλοις
    αιτιατική τὸν ἧλον τοὺς ἥλους
     κλητική ! ἧλε ἧλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἥλω
γεν-δοτ τοῖν  ἥλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἧλος < *ϝαλ-σος - αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Beekes.[1]. Είτε, < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wal- ‎< *wel- / *welʷ- [2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἧλος αρσενικό

  1. καρφί, ήλος (στα ομηρικά κείμενα, μόνο διακοσμητικό)
  2. οτιδήποτε μοιάζει με καρφί
  3. αρρώστια των φυτών

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]