καρφώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρφώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

καρφώνω

  1. μπήζω αιχμηρό αντικείμενο σε άλλο αντικείμενο
     αντώνυμα: ξεκαρφώνω
  2. (μεταφορικά) προδίδω κάποιον φίλο στον ανώτερό του
  3. (αθλητισμός) βάζω πόντο με καρφί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]