nail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nail (en)

  1. νύχι
  2. καρφί

Ρήμα[επεξεργασία]

nail (en)

  1. καρφώνω
  2. (μεταφορικά) βρίσκω - πετυχαίνω ακριβώς, βρίσκω κέντρο
  3. (λαϊκότροπο) αποσαφηνίζω, ορίζω
  4. (μεταφορικά) εντοπίζω