Μετάβαση στο περιεχόμενο

nail

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nail nails

nail (en)

  1. (ανατομία) το νύχι
      I’m cutting my nails.
    Κόβω τα νύχια μου.
      He was biting his nails.
    Έτρωγε τα νύχια του.
  2. το καρφί
      The nails scratched the floor.
    Τα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα.
      I drove a nail into the wall.
    Έμπηξα το καρφί στον τοίχο.
ενεστώτας nail
γ΄ ενικό ενεστώτα nails
αόριστος nailed
παθητική μετοχή nailed
ενεργητική μετοχή nailing

nail (en)

  1. καρφώνω
      I’m nailing the lid to the box.
    Καρφώνω το καπάκι στο κουτί.
  2. (ανεπίσημο) καρφώνω, βρίσκω - πετυχαίνω ακριβώς, βρίσκω κέντρο
      With an excellent header, she nailed the ball into the net.
    Με μια έξοχη κεφαλιά κάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα.
  3. (λαϊκότροπο) αποσαφηνίζω, ορίζω
  4. (μεταφορικά) εντοπίζω