nail
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nail | nails |
nail (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | nail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | nails |
αόριστος | nailed |
παθητική μετοχή | nailed |
ενεργητική μετοχή | nailing |
nail (en)
- καρφώνω
- ⮡ I’m nailing the lid to the box.
- Καρφώνω το καπάκι στο κουτί.
- ⮡ I’m nailing the lid to the box.
- (ανεπίσημο) καρφώνω, βρίσκω - πετυχαίνω ακριβώς, βρίσκω κέντρο
- ⮡ With an excellent header, she nailed the ball into the net.
- Με μια έξοχη κεφαλιά κάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα.
- ⮡ With an excellent header, she nailed the ball into the net.
- (λαϊκότροπο) αποσαφηνίζω, ορίζω
- (μεταφορικά) εντοπίζω