nail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nail (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
nail (en)
- καρφώνω
- (μεταφορικά) βρίσκω - πετυχαίνω ακριβώς, βρίσκω κέντρο
- (λαϊκότροπο) αποσαφηνίζω, ορίζω
- (μεταφορικά) εντοπίζω