καρφωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καρφωτής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρφωτός η καρφωτή το καρφωτό
      γενική του καρφωτού της καρφωτής του καρφωτού
    αιτιατική τον καρφωτό την καρφωτή το καρφωτό
     κλητική καρφωτέ καρφωτή καρφωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρφωτοί οι καρφωτές τα καρφωτά
      γενική των καρφωτών των καρφωτών των καρφωτών
    αιτιατική τους καρφωτούς τις καρφωτές τα καρφωτά
     κλητική καρφωτοί καρφωτές καρφωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρφωτός < μεσαιωνική ελληνική καρφωτός < ελληνιστική κοινή καρφόω < αρχαία ελληνική κάρφος

Επίθετο[επεξεργασία]

καρφωτός

  1. που τον έχουν καρφώσει
    άλλες μορφές: καρφωμένος
  2. που έχει κατασκευαστεί με κάρφωμα
  3. που ρίχνεται με ορμή ή κατακόρυφα
  4. που το έχουν καταδώσει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]