καρφωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καρφωτός | η | καρφωτή | το | καρφωτό |
γενική | του | καρφωτού | της | καρφωτής | του | καρφωτού |
αιτιατική | τον | καρφωτό | την | καρφωτή | το | καρφωτό |
κλητική | καρφωτέ | καρφωτή | καρφωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καρφωτοί | οι | καρφωτές | τα | καρφωτά |
γενική | των | καρφωτών | των | καρφωτών | των | καρφωτών |
αιτιατική | τους | καρφωτούς | τις | καρφωτές | τα | καρφωτά |
κλητική | καρφωτοί | καρφωτές | καρφωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρφωτός < μεσαιωνική ελληνική καρφωτός < ελληνιστική κοινή καρφόω < αρχαία ελληνική κάρφος
Επίθετο[επεξεργασία]
καρφωτός
- που τον έχουν καρφώσει
- άλλες μορφές: καρφωμένος
- που έχει κατασκευαστεί με κάρφωμα
- που ρίχνεται με ορμή ή κατακόρυφα
- που το έχουν καταδώσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακάρφωτος
- ασημοκάρφωτος
- καρφωτά
- ξεκάρφωτος
- → δείτε τις λέξεις καρφώνω και καρφί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρφωτός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)