προσθαφαιρέσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προσθαφαιρέσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσθαφαιρώ
  2. θα προσθαφαιρέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσθαφαιρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

προσθαφαιρέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσθαφαίρεση