προσσεληνώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσσεληνώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσσεληνώνω
- θα προσσεληνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσσεληνώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προσσεληνώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσσελήνωση