προσωποποιήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

προσωποποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσωποποιώ
  2. θα προσωποποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσωποποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

προσωποποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσωποποίηση