προσωποποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]προσωποποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσωποποιώ
- θα προσωποποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσωποποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]προσωποποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσωποποίηση