προσωποποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσωποποίηση | οι | προσωποποιήσεις |
γενική | της | προσωποποίησης* | των | προσωποποιήσεων |
αιτιατική | την | προσωποποίηση | τις | προσωποποιήσεις |
κλητική | προσωποποίηση | προσωποποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσωποποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσωποποίηση < πρόσωπ(ο) + -ο- + ποίηση (σις), (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική personnification. Διαφορετικό το ελληνιστικό προσωποίησις (ομιλία με προσωπικές παρατηρήσεις)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.so.poˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σω‐πο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσωποποίηση θηλυκό
- το να προσδίδεις προσωπικά χαρακτηριστικά σε ένα αντικείμενο
- (σχήμα λόγου) που αποδίδει ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε άψυχα ή αφηρημένα
- ⮡ παράδειγμα: ραγίσαν κι οι πέτρες απ' το μοιρολόι της μάνας
- χαρακτηρισμός ατόμου που έχει κάποια χαρακτηριστικά σε υπερβολικό βαθμό
- ⮡ η πεθερά μου είναι η προσωποποίηση της κακίας
- (σχήμα λόγου) που αποδίδει ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε άψυχα ή αφηρημένα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσωποποίηση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ προσωποποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σχήματα λόγου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)