προϊστορικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
προϊστορικά < προϊστορικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
προϊστορικά
- κατά τη διάρκεια της προϊστορικής περιόδου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προϊστορικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προϊστορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προϊστορικό