πρύμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρίμα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρύμα < πρύμ(η) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πρύμα

  1. (ναυτικός όρος) από ή προς την πρύμη
    πρύμα έχω τον καιρό
    το βάζω στα πρύμα (πρυμίζω)
    τον βλέπω πρύμα (βλέπω την πρύμη του),
  2. (μεταφορικά) περίφημα, πολύ καλά, ευνοϊκά
    ⮡  οι δουλειές πάνε πρύμα
    ⮡  μου έρχονται όλα πρύμα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]