πτύξις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτύξις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πτύξις θηλυκό

  1. πτύχωση
  2. δίπλωμα, πτυχή του δέρματος, ζάρα
  3. στρατιωτικός ελιγμός