πυκνόρρευστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυκνόρρευστα < πυκνόρρευστος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

πυκνόρρευστα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πυκνόρρευστα