ρεβεγιονάρω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεβεγιονάρω < ρεβεγιόν + -άρω ή < γαλλική réveillonner + -άρω
Ρήμα
[επεξεργασία]ρεβεγιονάρω
Κλίση
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρεβεγιονάρω