ριζοσπαστικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ριζοσπαστικοποιώ < ριζοσπαστικός + -ποιώ

ριζοσπαστικοποιώ (παθητική φωνή: ριζοσπαστικοποιούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]