ρινοτομώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρινοτομώ < μεσαιωνική ελληνική ῥινοτομέω[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾi.no.toˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρι‐νο‐το‐μώ
Ρήμα
[επεξεργασία]ρινοτομώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρινοτομώ | ρινοτομούσα | θα ρινοτομώ | να ρινοτομώ | ρινοτομώντας | |
β' ενικ. | ρινοτομείς | ρινοτομούσες | θα ρινοτομείς | να ρινοτομείς | (ρινοτόμει) | |
γ' ενικ. | ρινοτομεί | ρινοτομούσε | θα ρινοτομεί | να ρινοτομεί | ||
α' πληθ. | ρινοτομούμε | ρινοτομούσαμε | θα ρινοτομούμε | να ρινοτομούμε | ||
β' πληθ. | ρινοτομείτε | ρινοτομούσατε | θα ρινοτομείτε | να ρινοτομείτε | ρινοτομείτε | |
γ' πληθ. | ρινοτομούν(ε) | ρινοτομούσαν(ε) | θα ρινοτομούν(ε) | να ρινοτομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρινοτόμησα | θα ρινοτομήσω | να ρινοτομήσω | ρινοτομήσει | ||
β' ενικ. | ρινοτόμησες | θα ρινοτομήσεις | να ρινοτομήσεις | ρινοτόμησε | ||
γ' ενικ. | ρινοτόμησε | θα ρινοτομήσει | να ρινοτομήσει | |||
α' πληθ. | ρινοτομήσαμε | θα ρινοτομήσουμε | να ρινοτομήσουμε | |||
β' πληθ. | ρινοτομήσατε | θα ρινοτομήσετε | να ρινοτομήσετε | ρινοτομήστε | ||
γ' πληθ. | ρινοτόμησαν ρινοτομήσαν(ε) |
θα ρινοτομήσουν(ε) | να ρινοτομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρινοτομήσει | είχα ρινοτομήσει | θα έχω ρινοτομήσει | να έχω ρινοτομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρινοτομήσει | είχες ρινοτομήσει | θα έχεις ρινοτομήσει | να έχεις ρινοτομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρινοτομήσει | είχε ρινοτομήσει | θα έχει ρινοτομήσει | να έχει ρινοτομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρινοτομήσει | είχαμε ρινοτομήσει | θα έχουμε ρινοτομήσει | να έχουμε ρινοτομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρινοτομήσει | είχατε ρινοτομήσει | θα έχετε ρινοτομήσει | να έχετε ρινοτομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρινοτομήσει | είχαν ρινοτομήσει | θα έχουν ρινοτομήσει | να έχουν ρινοτομήσει |
|
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρινοτομώ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ρινοτομία