ριταρντάντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ριταρντάντο < ιταλική ritardando (καθυστερώντας) < ritardare (καθυστερώ)

Επίρρημα[επεξεργασία]

ριταρντάντο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]