Μετάβαση στο περιεχόμενο

ρουμελιώτικα

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρουμελιώτικα < ουδέτερο του επιθέτου ρουμελιώτικος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρουμελιώτικα αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ρουμελιώτικα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ρουμελιώτικα

  • χρησιμοποιώντας τη ρουμελιώτικη διάλεκτο