ρυθμικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ρυθμικά
- με ρυθμικό τρόπο, με ρυθμικότητα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρυθμικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ρυθμικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ρυθμικός