σακ βουαγιάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σακ βουαγιάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική sac de voyage (τσάντα ταξιδιού)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σακ βουαγιάζ ουδέτερο άκλιτο
- ταξιδιωτικός σάκος
- μικρή και εύχρηστη ταξιδιωτική τσάντα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σακ βουαγιάζ