σαλντώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλντώ < σάλτο

Ρήμα[επεξεργασία]

σαλντώ

  1. πηδώ, σαλτάρω
    Για να μπω μες στην αυλή, σάλντησα τη μάντρα.
  2. (κατ' επέκταση) τρέχω πολύ γρήγορα
    Σάλντα μέχρι το φούρνο, να πάρεις ψωμί!

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Λέξη της αργκό.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]