σαλντώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλντώ < σάλτο
Ρήμα[επεξεργασία]
σαλντώ
- πηδώ, σαλτάρω
- Για να μπω μες στην αυλή, σάλντησα τη μάντρα.
- (κατ' επέκταση) τρέχω πολύ γρήγορα
- Σάλντα μέχρι το φούρνο, να πάρεις ψωμί!
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Λέξη της αργκό.