σαλτάρω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]σαλτάρω
- ανεβαίνω κάπου με άλμα, δίνω ένα σάλτο
- ο πιτσιρικάς σάλταρε στην καρότσα του φορτηγού
- τρελαίνομαι
- θα σαλτάρω μ'όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαλτάρω