σαλταρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλταρισμένος: παθητική μετοχή του σαλτάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
σαλταρισμένος -η -ο
- μην τον ξεσυνερίζεσαι, του έτυχαν πολλά τελευταία και είναι τελείως σαλταρισμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαλταρισμένος
|