σαριό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαριό ουδέτερο άκλιτο
- ο φορέας του κυλίνδρου μιας γραφομηχανής ή τηλετύπου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαριό
|