σηκωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σηκωτά < σηκωτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
σηκωτά
- σηκώνοντας (κάτι ή κάποιον)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηκωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σηκωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σηκωτό