σιγίλλιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιγίλλιον < (λόγιο δάνειο) λατινική sigill(um) (σφραγίδα) (συνήθως στον πληθυντικό sigillia), υποκοριστικό του signum+ -ιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιγίλλιον ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]