σκυλοκαβγάδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sci.lo.kaˈvɣa.ðes/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σκυλοκαβγάδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκυλοκαβγάς