σουπάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /suˈpa.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐πά‐ρω
Ρήμα[επεξεργασία]
σουπάρω
- τρώω σούπα σε δείπνο, συνήθως σε μια χοροεσπερίδα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουπάρω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σουπάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας