στάτους κβο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στάτους κβο < αγγλική status quo (κατά τη λατινική προφορά) < λατινική in statu quo ante bellum erat (στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τον πόλεμο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στάτους κβο ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στάτους κβο