στατιστικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στατιστικοποιώ < στατιστικ(ή) + -ο- + -ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

στατιστικοποιώ, πρτ.: στατιστικοποιούσα, στ.μέλλ.: θα στατιστικοποιήσω, αόρ.: στατιστικοποίησα, μτχ.π.π.: στατιστικοποιημένος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]