στελεχώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στελεχώνω < αρχαία ελληνική στελεχῶ (δημιουργώ κορμό) < στέλεχος (κορμός φυτού)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ste.leˈxo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

στελεχώνω

  1. τοποθετώ, ορίζω στελέχη σε οργανωμένο ανθρώπινο σύνολο (εταιρεία, οργανισμό κ.λπ.)
  2. είμαι στέλεχος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]