στερεοφωνικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στερεοφωνικό τα στερεοφωνικά
      γενική του στερεοφωνικού των στερεοφωνικών
    αιτιατική το στερεοφωνικό τα στερεοφωνικά
     κλητική στερεοφωνικό στερεοφωνικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στερεοφωνικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στερεοφωνικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στερεοφωνικό ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

στερεοφωνικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του στερεοφωνικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του στερεοφωνικός