στοργικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
στοργικά < στοργικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
στοργικά
- με στοργή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοργικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στοργικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στοργικό