στοργικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]στοργικά < στοργικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]στοργικά
- με στοργή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στοργικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]στοργικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στοργικό