στοχεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]στοχεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στοχεύω
- θα στοχεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στοχεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]στοχεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στόχευση